κατασαμινθεύω

κατασαμινθεύω
κατασαμινθεύω (Α)
βάζω σε λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ασαμινθεύω (< ἀσάμινθος «μπανιέρα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”